9.7.24

Στο παλάτι του Οδυσσέα

Παίρντας έναν στενό δρόμο, προσεγγίσαμε τον αρχαιολογικό χώρο με το λεγόμενο παλάτι του Οδυσσέα. Και θυμήθηκα (στο περίπου) τους στίχους της Οδύσσειας (ραψ. ρ):  

Στο μεταξύ ξεκίνησαν να πάνε [1] στην πόλη / ο Οδυσσέας κι ο θείος χοιροβοσκός — πρόλαβε όμως ο χοιροβοσκός να του μιλήσει, της συντροφιάς του ο πρώτος: 

«Ξένε, αφού το αποφασίζεις σήμερα να πας στην πόλη — / ... ο Οδυσσέας απάντησε: 

«... δώσε μου μόνο, αν πρόχειρο σου βρίσκεται, κάποιο κομμένο στειλιάρι [2] , να στηριχτώ· κι εσείς το λέτε, ο δρόμος είναι ανώμαλος / 





Κι όταν τον δρόμο περπατώντας, όλο κοτρόνες και στροφές / κόντεψαν πια στην πόλη, βρέθηκαν σε μια κρήνη, / καλοχτισμένη και καλλίρροη, από όπου οι άνθρωποι της πόλης έπαιρναν νερό. / ... / έπεφτε γάργαρο νερό ψηλά από βράχο, όπου έστεκε βωμός στις Νύμφες χαρισμένος, / κι όλοι οι διαβάτες προσπερνώντας έκαναν προσφορές.



[1] στη μετάφρ. (Μαρωνίτη) λέει "κατεβούν", αλλά εδώ σκαρφαλώνουμε προς το παλάτι... 

[2] στη μετάφρ. (Μαρωνίτη) λέει "ρόπαλο", αλλά η λέξη σήμερα έχει άλλη έννοια, δεν είναι ξύλο για περπάτημα... 

No comments: