Ο Τάκης Μαύρος, ο πατέρας μου, κουβάλαγε από την εποχή του 2ου ΠΠ, μια υποβόσκουσα φυματίωση, που τον ταλαιπωρούσε αραιά και πού. Αλλά η αγροτική ζωή, στην Πυργέλα (Αργολίδας) και η σκληραγωγία, την οποίαν ασκούσε στον εαυτόν του, τον κράταγε σε καλή κατάσταση.
Αλλά κάπνιζε. Άνετα 2 πακέτα την ημέρα. Εμένα με "συνέφερε": τότε, ήμουν μικρό παιδί, όταν πηγαίναμε στο Άργος, ο πατέρας μου πήγαινε στα γραφεία του Στέλιου Ρόκιζα, του Ορέστη Μπούκουρα, των αδελφών Μαντά, και παραδίπλα στο καφενείο του Νίκου Μαυροειδή, να πιεί τον καφέ του, ν' ανταλλάξουν απόψεις και πληροφορίες και τα διάφορα θέματα, αγροτικά αλλά και πολιτικά, αλλά κυρίως να "πάρει γραμμή", όπως έλεγε! Και μ' έστελνε στο περίπτερο να του φέρω τσιγάρα, και δεν ζητούσε ποτέ τα ρέστα!
Ήρθε μια στιγμή, που η υγεία του κλονίστηκε από το πολύ κάπνισμα. Πήγε στον γιατρό του, τον αείμνηστο Χαρίλαο Λιάκο, που ήταν ξάδελφός του, και θείος μου. Ένας ήπιος, χαμογελαστός άνθρωπος, θα έλεγα μετά από τόσα χρόνια και άγιος και σοφός.


Ο Χαρίλαος Λιάκος (αριστερά) κι ο Τάκης Μαύρος (άκαπνος πλέον) ανεβαίνει προς το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, στην Αρτσίστα (σήμερα Αρίστη) το 1981.
Τον εξέτασε, και του λέει: "ή κόβεις το τσιγάρο ή έχεις μια βδομάδα ζωή". Κοιτάχτηκαν σιωπηλά, μετά ο πατέρας μου κοίταξε τα τσιγάρα με τον αναπτήρα, που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι, τα πήρε, τα ξανακοίταξε, και τα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Κι από τότε δεν ξανακάπνισε...
Χωρίς τσιγάρο, όμως, η ζωή ήταν ανυπόφορη κι ο εκνευρισμός προς όλους και προς τα πάντα αφόρητος. Οπότε, μια μέρα, δεν άντεξε άλλο, και ξαναπήγε στον Χαρίλαο.
- Δώσε μου κάτι, κάποιο φάρμακο, δεν αντέχεται αυτή η στέρηση.
Κι ο θείος και ξάδελφος Χαρίλαος του απάντησε:
- Πήγαινε σπίτι σου, συνέχισε να δουλεύεις, πάρε λίγο πασατέμπο, ή ένα κομπολόι, και κάνε υπομονή, ο οργανισμός σου θα ξεσυνηθίσει τη νικοτίνη.
Βγαίνοντας, ο πατέρας μου δεν είχε μείνει ικανοποιημένος, και πήγε στο κοντινό ιατρείο του άλλου γνωστού Αργείου γιατρού, κι αυτός φίλος του, του αειμνήστου Ίναχου Κατσαρού. Ο γιατρός τον εξέτασε, και του έδωσε μια συνταγή με μια δεκαριά γραμμές- φάρμακα.
Φεύγοντας από το ιατρείο του Κατσαρού, κοίταξε τη λίστα με δυσπιστία, και ξαναπήγε στο ιατρείο του Χαρίλαου. Το-και-το, διηγήθηκε στον Χαρίλαο την επίσκεψη στον Κατσαρό. Κι ο Χαρίλαος, όπως πάντα με ολύμπια ηρεμία, πήρε ένα μολύβι, και τη λίστα κι άρχισε να διαβάζει:
- το πρώτο δεν μπορείς να το πάρεις, γιατί έχεις αυτό - και διαγραφή της γραμμής
- το δεύτερο δεν μπορείς να το πάρεις, γιατί έχεις εκείνο - και διαγραφή κι αυτής της γραμμής
κι αυτό μέχρι την τελευταία γραμμή:
- αυτό (κάποιες ενέσεις), όντως είναι δραστικό, θα σε βοηθήσει, αλλά έχει μια σοβαρή παρενέργεια. Θα κάνεις κοιλιά, παχαίνει!
Ο πατέρας μου συγκράτησε μόνο το πρώτο μέρος της φράσης, ενθουσιασμένος, πήγε κι έκανε τις ενέσεις, όντως του πέρασε ο εκνευρισμός, αλλά του έμεινε η κοιλιά, για κάποια χρόνια!